- ανεπισταθμευτος
- ἀνεπιστάθμευτοςἀν-επιστάθμευτος2освобожденный от квартирной повинности, свободный от постоя Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεπιστάθμευτος — ἀνεπιστάθμευτος, ον (Α) εκείνος που είναι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να παρέχει κατάλυμα στους στρατιώτες … Dictionary of Greek
ἀνεπισταθμεύτους — ἀνεπιστάθμευτος exempt from billeting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)